ανδριαντοποιώ

ανδριαντοποιώ
ἀνδριαντοποιῶ (-έω) (Α)
κατασκευάζω ανδριάντες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνδριαντοποιῷ — ἀνδριαντοποιός sculptor masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδριαντοποιώ — ἀνδριαντοποιός sculptor masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”